posteridad - ορισμός. Τι είναι το posteridad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι posteridad - ορισμός


posteridad      
posteridad (del lat. "posteritas, -atis")
1 f. La *humanidad que vive o ha vivido después de cierto momento o de cierta persona. La humanidad que ha de vivir después de ahora: "La posteridad le ha hecho justicia. Eso lo juzgará la posteridad".
2 Fama póstuma.
3 El futuro.
Pasar a la posteridad. Hacerse famoso y ser recordado en el futuro.
posteridad      
Sinónimos
sustantivo
sustantivo/adjetivo
2) futuro: futuro, porvenir, mañana, hado
Antónimos
sustantivo
posteridad      
sust. fem.
1) Descendencia o generación venidera o la que vive o ha vivido después de cierto momento o de cierta persona.
2) El futuro mismo.
3) Fama póstuma.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για posteridad
1. P. ¿Ese boom es duradero, dejará artistas para la posteridad?
2. Ayer, sin embargo, procuró una fotografía para la posteridad.
3. Pero no sólo eso÷ legó sus relatos a la posteridad.
4. No es Sir Edmund Hillary el escalador que posa para la posteridad, no.
5. La herencia que el poeta ha dejado a la posteridad parece mermada.
Τι είναι posteridad - ορισμός